- ερμαϊσταί
- ἑρμαϊσταί, οἱ (Α)επίγρ. θίασος ή εταιρεία λατρευτών τού Ερμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ισχυρό θ. Ερμᾱ- τού Ερμής + κατάλ. -ιστής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνερμαϊσταί — oἱ, Α [ἑρμαϊσταί] σύντροφοι, μέλη τού θιάσου τών λατρευτών τού Ερμή … Dictionary of Greek